κόνῑσ-τρα

  • 1πολεμίστρα — η, ΝΜ άνοιγμα στο τείχος οχυρού ή κατάλληλα διαρρυθμισμένη θυρίδα στην κορυφή του, από όπου ο πολεμιστής μπορεί να πυροβολεί ή, κατά τον μεσαίωνα, να ρίχνει βέλη προστατευόμενος από τα εχθρικά πυρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολεμίζω + επίθημα τρα (πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 2σφαιρίστρα — ἡ, Α το σφαιριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κονίσ τρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 3σφενδονίστρα — ἡ, Α σφενδόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφενδονίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κονίσ τρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 4κονίστρα — η (ΑM κονίστρα) νεοελλ. κάθε πνευματικό, κοινωνικό ή πολιτικό πεδίο δράσης, όπου διαγωνίζεται κάποιος με άλλους, στίβος («είναι πολλά χρόνια γνωστός στην πνευματική κονίστρα») μσν. αρχ. 1. σκάμμα καλυμμένο με λεπτή άμμο, όπου πάλευαν και… …

    Dictionary of Greek