κόντρα

  • 41ξύλο — Φυτικός ιστός, που σχηματίζει, στον βλαστό και στις ρίζες των φυτών, το ξυλώδες αγγειακό τμήμα των ηθμαγγειωδών δεσμίδων, ή σύστημα των αγωγών αγγείων· με το σύστημα αυτό μεταφέρεται και κυκλοφορεί ο ακατέργαστος χυμός, δηλαδή το νερό και οι… …

    Dictionary of Greek

  • 42παπαφίγκος — και παπαφίγγος και μπα < ρίγγος, ο 1. τετράγωνο ιστίο πάνω από τον δόλωνα, ο φώσωνας 2. φρ. α) «πλωριός παπαφίγκος» το φωσώνιο β) «κόντρα παπαφίγκος» ο σιπαρός και το σιπάριο 3. παροιμ. «ήβρες ναύτη για τον παπαφίγκο» λέγεται ειρωνικά σε… …

    Dictionary of Greek

  • 43παρασυστολέας — ο ναυτ. πλάγιος συστολέας που αναδένεται προσωρινά από μεγάλο ιστίο τής περιοχής τής πρύμνης, όταν φυσάει σφοδρός άνεμος, κν. κόντρα στίγκος ή φάλτσος στίγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + συστέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον… …

    Dictionary of Greek

  • 44παρτιτούρα — (Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση.… …

    Dictionary of Greek

  • 45πηγαίνω — ΝΜ και πα(γ)αίνω και πά(γ)ω και πάου Ν 1. μεταβαίνω, προχωρώ και φθάνω κάπου (α. «πηγαίνει εκεί πού ναι ψηλό κυπαρίσσι», Σολωμ. β. «διὰ νὰ μὲ ἐπάρωσι νὰ πάγω πρὸς ἐκείνην», Διγ. Ακρ.) 2. απομακρύνομαι, φεύγω (α. «ώρα να πηγαίνουμε, παρακάτσαμε» β …

    Dictionary of Greek

  • 46σιδηροκόντρα — ἡ, Α (κυρίως στον πληθ.) αἱ σιδηροκόντραι αγώνες μονομάχων, εξοπλισμένων με σιδερένιες λόγχες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + κόντρα (< θ. κοντ τού κοντός (ΙΙ) «κοντάρι»)] …

    Dictionary of Greek

  • 47σιπαρίδα — και λόγιος τ. σιπαρίς, η, Ν ναυτ. το πανί που βρίσκεται στο πιο ψηλό σημείο τού ιστού τού επιδρόμου στα τρίστηλα ιστιοφόρα πλοία, κν. κόντρα μπέλμπερης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίπαρος «ιστίο» + επίθ. ίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 48σκορτσάρω — και σκορσάρω Ν [σκόρτσο] (αμτβ.) ενεργώ ως αντίθετη δύναμη, προβάλλω αντίσταση, πάω ή βάζω κόντρα …

    Dictionary of Greek

  • 49τρόπις — Δομικό στοιχείο του πλοίου, τοποθετημένο κατά μήκος του κατώτερου σημείου του πλοίου, του οποίου αποτελεί ένα είδος σπονδυλικής στήλης. Στα ξύλινα πλοία, η τ. αποτελείται από μια ισχυρή δοκό στερεά συνδεδεμένη με το κοράκι της πλώρης και με το… …

    Dictionary of Greek

  • 50τσιμάρω — Ν ναυτ. στρέφω την πλώρη τού πλοίου έτσι ώστε να μην είναι κόντρα στον άνεμο …

    Dictionary of Greek