κόντρα

  • 31επιδορατίδα — η (Α ἐπιδορατίς) η αιχμή τού δόρατος νεοελλ. ναυτ. το επιστήλιο τού προβόλου, κόντρα μπαστούνι αρχ. 1. ο καυλός, το κοντάρι τού δόρατος 2. ο σαυρωτήρ, η σιδερένια αιχμή στο πίσω μέρος τού δόρατος με την οποία τό έμπηγαν στο χώμα τις ώρες τής… …

    Dictionary of Greek

  • 32ζέρβιος — ια, ιο [ζερβός] αριστερός. επίρρ... ζέρβια και ζερβιά και ζερβά 1. αριστερά, προς τα αριστερά 2. ανάποδα, αντίξοα, ενάντια, «κόντρα» («και ο φθόνος τού στέκει ζερβιά», Σολωμ.) …

    Dictionary of Greek

  • 33ζερβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ύδρα. 1. Ανδρέας. Πήρε μέρος σε πολλές ναυτικές επιχειρήσεις από το 1821 έως το 1823, ως ναύτης σε διάφορα πλοία. Από το 1823 έως το 1827 υπηρέτησε ως υποπλοίαρχος στο σκάφος του Σαχίνη. Μετά την… …

    Dictionary of Greek

  • 34κοντραστάρω — και κοντρεστάρω (Μ κοντραστάρω) 1. εναντιώνομαι, αντιμάχομαι, πηγαίνω κόντρα, αντιλέγω, ανταγωνίζομαι 2. αγωνίζομαι, πολεμώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contrastare] …

    Dictionary of Greek

  • 35κοντριάζω — (Μ κοντριάζω) σκληραίνεται το δέρμα μου μσν. αντιτίθεμαι, εχθρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόντρα + κατάλ. ιάζω] …

    Dictionary of Greek

  • 36κοντριάρης — ο (Μ κοντριάρης) αυτός που εμφανίζει χόνδρους, τυλώδης μσν. 1. (για υποζύγιο) πληγωμένος από σαμάρι 2. μτφ. πανάθλιος, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόντρα, η, + κατάλ. ιάρης (πρβλ. τσιμπλ ιάρης, ψωρ ιάρης)] …

    Dictionary of Greek

  • 37κρατώ — άω και έω (AM κρατῶ, έω, Α αιολ. τ. κρετέω) 1. βαστώ, πιάνω ή έχω κάτι στα χέρια μου (α. «μέ κράτησε από το χέρι και προχωρήσαμε» β. «πρόσεξέ τον, γιατί κρατάει περίστροφο» γ. «εἰσελθὼν ἐκράτησε τῆς χειρὸς αὐτῆς», ΚΔ δ. «τῇ δεξιᾷ λαμβάνειν τοῡ… …

    Dictionary of Greek

  • 38μαντιζέλο — το ναυτ. 1. σύσπαστο με το οποίο ανυψώνονται τα ιστία, ώστε να υποβοηθείται η σειροδέτησή τους, ο έκφορος 2. φρ. «κόντρα μαντιζέλο» ο παρέκφορος …

    Dictionary of Greek

  • 39μπέλμπερης — ο ναυτ. α) επιστήλιο φωσωνίδας τρίστηλων ιστιοφόρων β) φρ. «κόντρα μπέλμπερης» η σιπαρίδα …

    Dictionary of Greek

  • 40μπερντάχι — και μπερτάχι και μπερντάκι και μπερτάκι και περντάχι, το 1. ξύρισμα με αντίστροφη φορά, κόντρα 2. ξυλοδαρμός, ξυλοκόπημα 3. δριμεία επίπληξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perdah] …

    Dictionary of Greek