κόμ-ᾱ
1κομ(μ)έρκι(ο)ν — και κουμμέρκι(ο)ν, τὸ (Μ) 1. το τελωνείο 2. τελωνειακός δασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commercium «εμπόριο»] …
2κομ(μ)ατοπούλι(ν) — κομ(μ)ατοπούλι(ν), τὸ (Μ) μικρό κομμάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι + πούλι(ν) (< πουλο < πουλος < λατ. pullus «νεοσσός», πρβλ. βασιλό πουλο)] …
3κομ(μ)ερκιάριος — και άρης, ὁ (Μ) 1. επιτετραμμένος για την είσπραξη τών τελωνειακών δεσμών 2. προϊστάμενος τελωνείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. commerciarius «εμπορικός συνέταιρος» (< λατ. commercium «εμπόριο»)] …
4Κομ ή Κουμ — (Qom). Πόλη (777.677 κάτ. το 1996) του Ιράν, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (11.237 τ. χλμ., 971.280 κάτ. το 2002). Βρίσκεται στα όρια του οροπεδίου της Τεχεράνης και της ερήμου Ντάχτι Κεβίρ, στον δρόμο που οδηγεί από την Τεχεράνη στο Ισπαχάν.… …
5Κομ Όμπο — (Kawm Umb). Πόλη (60.900 κάτ. το 2003) της Άνω Αιγύπτου, στην επαρχία Ασουάν. Είναι χτισμένη στη δεξιά όχθη του Νείλου, 50 χλμ. από την πόλη Ασουάν. Η Κ.Ο. ιδρύθηκε στα χρόνια των Πτολεμαίων με την ονομασία Νουβίτις, σε λόφο που δεσπόζει στην… …
6Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… …
7Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …
8-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… …
9καταφρονίζω — (Μ καταφρονίζω) υποτιμώ την αξία κάποιου πράγματος, περιφρονώ κάτι («λίθον πολλὰ πολύτιμον... ποὺ τὸν καταφρονίζει», Σουμμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικά σχηματισμένος ενεστ. < κατ ε φρόν ησ α, αόρ. τού καταφρον ῶ, κατά το σχήμα ἐ κόμ ισ α: κομ ίζω] …
10κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… …