κόμπος μ
1κομπός — masc nom sg …
2κόμπος — din masc nom sg …
3κόμπος — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …
4κομπός — Σύνδεση που γίνεται με σχοινιά από διάφορα υλικά, για να εμποδιστεί η χαλάρωση των σχοινιών, για να συνδεθούν ή να κοντύνουν διάφορα σχοινιά, για να σχηματιστούν τοπικά εξογκώματα ή για να προσδεθούν σε κάποιο αντικείμενο. Οι κ. έχουν διάφορα… …
5κόμπος — ο 1. σφαιροειδής όγκος που σχηματίζεται σε σκοινί ή σε νήμα με την κυκλική αναδίπλωση του ενός άκρου του και με τη σύσφιξή του: Κάμε ένα κόμπο στην άκρη του σκοινιού. 2. καθετί που μοιάζει με κόμπο: Οι κληματόβεργες είναι όλο κόμπους. 3. σημείο… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
6ακρόδεσμος — Κόμπος, γνωστός και ως το οχτώ, γιατί έχει το σχήμα του αριθμού 8 και γίνεται στην άκρη σκοινιού. Ανάλογος είναι και ο κόμπος που ονομάζεται ανάσταλμα …
7κόμπω — κόμπος din masc nom/voc/acc dual κόμπος din masc gen sg (doric aeolic) κομπόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κομπόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
8κομπούς — κομπός masc acc pl …
9κομπόν — κομπός masc acc sg …
10κόμποι — κόμπος din masc nom/voc pl …