κόμμι
1κόμμι — gum neut nom/voc/acc sg …
2κόμμι — το (Α κόμμι, εως) ιξώδης ουσία φυτικής προέλευσης η οποία εκκρίνεται συνήθως από εγκοπές ή τυχαία τραύματα που δημιουργούνται στον φλοιό ορισμένων δένδρων ή θάμνων («ελαστικό κόμμι»). [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αιγυπτιακής προελεύσεως, πρβλ. αιγυπτ. kmjt …
3κόμμι — το κολλώδης ουσία που εκκρίνεται από διάφορα δέντρα, κόλλα δέντρου …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4αραβικό κόμμι — Εκχύλισμα που προέρχεται από ένα είδος ακακίας του Σουδάν. Λέγεται και αραβίνη. Το α.κ. είναι μείγμα που περιέχει άλατα του ασβεστίου, του μαγνησίου και του καλίου, αραβικό οξύ και τις πεντοζάνες αραβάνη και γαλακτάνη. Το α.κ., που ήταν γνωστό… …
5κόμμεα ή γόμες — Ομάδα μορίων υψηλού μοριακού βάρους, συνήθως με κολλοειδείς ιδιότητες, τα οποία σε κατάλληλο διαλύτη είναι ικανά, ακόμη και σε μικρές συγκεντρώσεις, να σχηματίζουν πηκτές (παχύρρευστα αιωρήματα ή διαλύματα). Τα μόρια αυτά ενδέχεται να είναι είτε… …
6κόμμωσις — κόμμωσις, ἡ (Α) η επίχριση με κόμμι, η επάλειψη με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι πιθ. με την επίδραση ενός αμάρτυρου *κομμῶ «αλείφω με κόμμι»] …
7κομμιώδης — και κομμεώδης ες (Α κομμιώδης, ώδες) 1. αυτός που περιέχει κόμμι 2. αυτός που μοιάζει με κόμμι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. ώδης (πρβλ. κολλ ώδης, πηλ ώδης)] …
8τραγακάνθινο — η, ο, Ν 1. αυτός που προέρχεται ή εξάγεται από το φυτό τραγάκανθα 2. φρ. «τραγακάνθινο κόμμι» χημ. κόμμι που παράγεται από ορισμένους θάμνους τού γένους αστράγαλος και κυρίως από το είδος Αstragalus gummifer και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική… …
9Goma — (Del lat. vulgar gumma.) ► sustantivo femenino 1 BOTÁNICA Sustancia viscosa no cristalizable que fluye de diversas plantas y que disuelta en agua se usa como pegamento. 2 INDUSTRIA Sustancia elástica elaborada de forma industrial con jugos de… …
10γόμα — και γκόμα, η 1. κόμμι 2. κόλλα, κολλητική ουσία 3. γομολάστιχα, σβηστήρι 4. κομμίωση, ασθένεια τών εσπεριδοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο από ιταλ. gomma < λατ. gummi < (αρχ. ελλ.) κόμμι*] …