κόμας
11προστρόπαιος — και δωρ. τ. ποτιτρόπαιος και ποιητ. τ. προστρόπιος, ον, Α [προστροπή] 1. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) αυτός που στρέφεται προς το μέρος κάποιου β) μτφ. (για άνθρωπο μιασμένο από φόνο ή έγκλημα ή ασέβεια) αυτός που στρέφεται προς έναν θεό ή άνθρωπο… …
12στραβαλοκόμας — ὁ, Α σγουρομάλλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < στραβαλός + κόμας (< κόμη), πρβλ. χρυσο κόμης] …
13σφιγκτήρας — ο / σφιγκτήρ, ῆρος, NA σύστημα δακτυλιόμορφων μυών που περιβάλλουν και μπορούν να συστέλλουν ή να κλείνουν έναν πόρο ή ένα στόμιο τού σώματος («σφιγκτήρας τού πυλωρού») αρχ. 1. καθετί που σφίγγει, που δένει, που δεσμεύει («τὸν... κόμας σφιγκτῆρα» …
14τιθωνόκομον — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἔθνος μέλαν μὲν τὸ ὅλον σῶμα, λευκὸν δὲ τὰς κόμας». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τιθηνόκομον] …
15χλιδή — η, ΝΜΑ τρυφηλότητα, ηδυπάθεια και μαλθακότητα («ὁρῶντες... τὸν Μακρῑνον ἐν χλιδῇ καὶ τρυφῇ διαιτώμενον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. συνεκδ. ζωή μέσα στον πλούτο και στην πολυτέλεια αρχ. 1. αλαζονεία, ύβρις που οφείλεται στον πολυτελή και ακόλαστο βίο («μή …
16χτενίζω — και κτενίζω / κτενίζω, ΝΜΑ 1. διευθετώ, τακτοποιώ με χτένι τα μαλλιά, τα γένεια, το μουστάκι (α. «... στ άφεγγα τή χτενίζει», δημ. Τραγούδι β. «κτενίζεσθαι τὰς κόμας», Ηρόδ.) 2. μτφ. (σχετικά με γραπτό κείμενο) κάνω τελική επεξεργασία, ευτρεπίζω… …
17Άβαροι — Ασιατικός λαός, ουννικής καταγωγής, που εμφανίστηκε τον 6ο αι. μ.Χ. στις όχθες του Δούναβη. Κυριάρχησε σχεδόν επί τρεις αιώνες στην κεντρική Ευρώπη. Οι επιδρομές του διέσπασαν το αμυντικό σύστημα των Βυζαντινών, ερήμωσαν τις βορειότερες επαρχίες… …
- 1
- 2