κόλχος
1Κόλχος — masc nom sg …
2κόλχος — masc nom sg …
3Κόλχος — (6oς; αι. π.Χ.). Αγγειοπλάστης και αγγειογράφος από την Αττική. Είναι γνωστός μόνο από ένα μελανόμορφο αγγείο, που βρέθηκε στη Βούλκα και εκτίθεται στο Μουσείο του Βερολίνου. * * * ο θηλ. Κολχίδα (AM Κόλχος, θηλ. Κολχίς, ίδος) κάτοικος τής… …
4Κολχικῶν — Κόλχος fem gen pl Κόλχος masc/neut gen pl Κολχικός fem gen pl Κολχικός masc/neut gen pl …
5Κολχικόν — Κόλχος masc acc sg Κόλχος neut nom/voc/acc sg Κολχικός masc acc sg Κολχικός neut nom/voc/acc sg …
6Κολχικοῖς — Κόλχος masc/neut dat pl Κολχικός masc/neut dat pl …
7Κολχικοί — Κόλχος masc nom/voc pl Κολχικός masc nom/voc pl …
8Κολχικοῦ — Κόλχος masc/neut gen sg Κολχικός masc/neut gen sg …
9Κολχικούς — Κόλχος masc acc pl Κολχικός masc acc pl …
10Κολχικῆς — Κόλχος fem gen sg (attic epic ionic) Κολχικός fem gen sg (attic epic ionic) …