κόλπος

  • 61κόλφος — κόλφος, ὁ (AM) μσν. το καμπυλωμένο λόγω τού στήθους μέρους τού ενδύματος αρχ. κόλπος, κόρφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. κόλφος με την αρχ. σημ. είναι πιθ. άλλος τ. τού κόλπος (Ι), ενώ με τη μσν. σημ. είναι πιθ. προϊόν συμφυρμού τών λ. κόλπος και κόρφος] …

    Dictionary of Greek

  • 62κόρφος — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 469 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νομού, στον Σαρωνικό κόλπο, 45 χλμ. ΝΑ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σολυγείας. Ο οικισμός Κόρφος του νομού Κορινθίας, στον… …

    Dictionary of Greek

  • 63μεγαλόκολπος — μεγαλόκολπος, ον (Α) αυτός τού οποίου το ένδυμα έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («μεγαλόκολπος Νύξ», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + κόλπος (πρβλ. βαθύ κολπος, ευρύ κολπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 64μελάγκολπος — και μελανόκολπος, ον (Α) αυτός που έχει μαύρο κόλπο, δηλ. στήθος («μελαγκόλποιο Νύμφης», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + κόλπος (πρβλ. αγλαό κολπος, βαθύ κολπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 65μυχό — ο (ΑΜ μυχός) (κυρίως για κόλπο ή για λιμάνι) το βάθος, το εσώτατο μέρος, το βαθύτερο μέρος (α. «ο μυχός τού κόλπου» β. «μυχῷ δόμου ὑψηλοῑο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. το εσώτατο μέρος τού σπιτιού, όπου έμεναν οι γυναίκες, ο γυναικωνίτης 2. κόλπος που… …

    Dictionary of Greek

  • 66μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …

    Dictionary of Greek

  • 67πρόκολπος — ον, Α (σχετικά με την κοιλιά φιδιού) εξογκωμένος, φουσκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόλπος (πρβλ. ά κολπος, βαθύ κολπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 68Αμβρακία — I Αρχαία πόλη στον ποταμό Άραχθο, στη θέση της σημερινής Άρτας. Κατά τη μυθολογική παράδοση την είχε ιδρύσει o Άμβραξ, γιος του Θεσπρωτού, ή η Αμβρακία, κόρη του βασιλιά των Δρυόπων. Προστατευόταν με οχυρό τείχος, που είναι άγνωστο πότε χτίστηκε …

    Dictionary of Greek

  • 69Βεγγάλη — Ιστορικογεωγραφική περιοχή (200.575 τ. χλμ.) της νότιας Ασίας, διαιρεμένη πολιτικά μεταξύ της Ινδικής Ένωσης (ανατολική Ινδία) και του Μπαγκλαντές. Καταλαμβάνει το κάτω λεκανοπέδιο και το δέλτα που σχηματίζουν ο Γάγγης και ο Βραχμαπούτρα. Το… …

    Dictionary of Greek

  • 70Ιθάκη — Νησί (96,22 τ. χλμ., 3.084 κάτ.) του Ιονίου πελάγους, απέναντι από τη βόρεια χερσόνησο της Κεφαλονιάς, με την oποία έχει παράλληλη (Ν ΝΑ) κατεύθυνση. Τα δύο νησιά χωρίζονται από το στενό της Ι. (πλάτους 2,5 χλμ. στο βόρειο τμήμα και 5 χλμ. στο… …

    Dictionary of Greek