κόλπος
31Περσικός κόλπος (ή Αραβικός κόλπος) — Μυχός της Αραβικής θάλασσας (Ινδικός ωκεανός), που ορίζεται από την περσική ακτή και από μια ευρεία δρεπανοειδή διαμόρφωση της αραβικής ακτής. Συγκοινωνεί στα Α μέσω του πορθμού Ορμούζ, με τον κόλπο του Ομάν και κατά συνέπεια με τον ανοιχτό… …
32Αόνιος κόλπος — (Αστρον.). Σκοτεινή περιοχή, στο νότιο ημισφαίριο του πλανήτη Άρη. Βρίσκεται ανάμεσα στις περιοχές Ικαρία, Θαυμασία και Νάξος. Οι ονομασίες των περιοχών αυτών του Άρη, αντλημένες από την ελληνική μυθολογία δόθηκαν από τον Έλληνα αστρονόμο Ευγένιο …
33φιορδ — Κόλπος στενός και βαθύς (στα νορβηγικά, fjord σήμαινε αρχικά φυσικό λιμάνι), ο οποίος εισχωρεί στην ξηρά έως μερικές δεκάδες χιλιόμετρα και μερικές φορές με πολλές διακλαδώσεις. Χαρακτηρίζει τις ορεινές ακτές της Νορβηγίας και των άλλων χωρών που …
34κόλπω — κόλπος of masc nom/voc/acc dual κόλπος of masc gen sg (doric aeolic) κολπόω form into a swelling fold pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κολπόω form into a swelling fold imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …
35κόλπε — κόλπος of masc voc sg …
36κόλποι — κόλπος of masc nom/voc pl …
37κόλποιν — κόλπος of masc gen/dat dual …
38κόλποιο — κόλπος of masc gen sg (epic) …
39κόλποις — κόλπος of masc dat pl …
40κόλποισι — κόλπος of masc dat pl (epic ionic aeolic) …