κόλπος

  • 111κολπίσκος — ο [κόλπος] μικρός θαλάσσιος κόλπος …

    Dictionary of Greek

  • 112κολποειδής — ές (AM κολποειδής, ές) αυτός που μοιάζει με θαλάσσιο κόλπο. επίρρ... κολποειδώς (AM κολποειδῶς) όπως ο θαλάσσιος κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπος + ειδής (< εἶδος)] …

    Dictionary of Greek

  • 113κορφαράκι — κορφαράκι, τὸ (Μ) μικρός κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρφος με σημ. «κόλπος τής θάλασσας» + υποκορ. κατάλ. αράκι (πρβλ. ξυλ αράκι, φυλλ αράκι)] …

    Dictionary of Greek

  • 114παγασητικός — και παγασιτικός, ή, ό [Παγασίτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Παγασές 2. φρ. «Παγασητικός Κόλπος» κόλπος τής νοτιανατολικής Θεσσαλίας, στον νομό Μαγνησίας, από τους σημαντικότερους τής Ελλάδας …

    Dictionary of Greek

  • 115προκόλπιον — το, Α 1. το τμήμα ιματίου που διπλωνόταν μπροστά από το στήθος 2. μικρός κόλπος πριν από λιμάνι ή άλλο κόλπο, είσοδος, στόμιο κόλπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κόλπιον (< κόλπος), πρβλ. ἐγ κόλπιον] …

    Dictionary of Greek

  • 116ροδόκολπος — ον, Α αυτός που έχει ροδόχρωμο στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κόλπος (πρβλ. βαθύ κολπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 117σιγμοειδής — ές, ΝΑ αυτός που έχει το σχήμα τού αρχαίου ελληνικού σίγμα , ημικυκλικός νεοελλ. 1. αυτός που έχει το σχήμα τού λατινικού σίγμα [S], δηλαδή αυτός που είναι καμπύλος και στα δύο του άκρα, αλλά προς αντίθετες διευθύνσεις 2. φρ. α) «σιγμοειδείς… …

    Dictionary of Greek

  • 118υπόκολπος — ον, Μ ὑποκόλπιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κόλπος (Ι) (πρβλ. πρό κολπος)] …

    Dictionary of Greek

  • 119φιλόκολπος — ον, Μ αυτός που τού αρέσει ο κόλπος, το στήθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κόλπος] …

    Dictionary of Greek

  • 120Άκαμπα — (al−Aqabah). Πόλη (95.600 κάτ. το 2002) και εμπορικό λιμάνι της Ιορδανίας. Βρίσκεται στην άκρη του ομώνυμου κόλπου, στην περιοχή της Ερυθράς θάλασσας. Η Ά. αναπτύχθηκε ραγδαία τα τελευταία χρόνια με αποτέλεσμα ο πληθυσμός της από 1.700 κατ. στο… …

    Dictionary of Greek