κόλπος
101Μηλιακός — Μηλιακός, ή, όν, (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεσσαλική χώρα Μηλίδα («Μηλιακός κόλπος» ο Μαλιακός κόλπος, Θουκ.) …
102Μηλιεύς — Μηλιεύς, έως, δωρ. τ. Μαλιεύς, ο, θηλ. Μηλίς, ίδος (Α) [Μηλίς] 1. ο κάτοικος τής θεσσαλικής χώρας Μηλίδος 2. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Μηλίδα, Μηλιακός, Μαλιακός («Μηλιεὺς κόλπος» ή «Μηλὶς λίμνη» ο Μαλιακός κόλπος) …
103Παγασίτης — Παγασίτης, ὁ (Α) [Παγασαί] (ενν. κόλπος) ο Παγασητικός Κόλπος …
104αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… …
105ερμαϊκός — (I) ή, ό (AM Ἑρμαϊκός, ή, όν) [Ερμής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Ερμή ή είναι όμοιος με τον Ερμή («ερμαϊκές στήλες» τετράγωνες λίθινες ή μαρμάρινες στήλες με την κεφαλή τού θεού Ερμή που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι ως οδοδείκτες) αρχ. 1.… …
106ευβοϊκός — ή, ό (ΑΜ εὐβοϊκός, ή, όν, Α και εὐβοεικός και εὐβοικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Εύβοια ή στους κατοίκους της 2. αυτός που προέρχεται από την Εύβοια ή χρησιμοποιείται σ αυτήν νεοελλ. φρ. «Ευβοϊκός Κόλπος» ο διπλός κόλπος που… …
107ιόνιος — ο (ΑΜ ιόνιος, ία, ον) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Ιόνιο πέλαγος ή στα Ιόνια νησιά, επτανησιακός («Ιόνιος Ακαδημία») 2. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιόνιος, η ιόνιος ο κάτοικος τών Ιόνιων νησιών ή αυτός που κατάγεται από τα Ιόνια… …
108καύνος — Αρχαία πόλη της Καρίας, κοντά στον ποταμό Κάλβι. Οι κάτοικοί της ήταν πλούσιοι και γνωστοί για τη μανία τους να επιδεικνύουν τον πλούτο τους. Ήταν όμως γνωστοί και για την ωχρότητά τους, που οφειλόταν στην ελονοσία από τους βάλτους που σχημάτιζε… …
109κεραμεικός — Αρχαίος δήμος της Αθήνας. Βρισκόταν στα βορειοδυτικά κράσπεδα της πόλης, στην κοιλάδα που διέσχιζε ο Ηριδανός. Η ονομασία, που χρησιμοποιείται και για τη σύγχρονη συνοικία της Αθήνας, προήλθε από τον ήρωα Κέραμο, γιο του Διονύσου και της Αριάδνης …
110κολπάριον — κολπάριον, τὸ (Α) [κόλπος] μικρός κόλπος, μικρή κοιλότητα …