κόλουρος
1κόλουρος — dock tailed masc/fem nom sg …
2κόλουρος — η, ο (Α κόλουρος, ον, θηλ. και κόλουρις) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.) 2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους… …
3κόλουρος, -η — ο 1. αυτός που έχει κομμένη την ουρά, κοψονούρης. 2. στη γεωμετρία, «κόλουρος κώνος», ο κώνος από τον οποίο έχει αποκοπεί η κορυφή του με επίπεδο παράλληλο προς τη βάση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κόλουρον — κόλουρος dock tailed masc/fem acc sg κόλουρος dock tailed neut nom/voc/acc sg …
5κολούροις — κόλουρος dock tailed masc/fem/neut dat pl …
6κολούρου — κόλουρος dock tailed masc/fem/neut gen sg …
7κολούρους — κόλουρος dock tailed masc/fem acc pl …
8κολούρων — κόλουρος dock tailed masc/fem/neut gen pl …
9κολούρῳ — κόλουρος dock tailed masc/fem/neut dat sg …
10κόλουρα — κόλουρος dock tailed neut nom/voc/acc pl …