1κόλλουρος — κόλλουρος, ὁ (Α) ονομασία ψαριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί τού κόλουρος, με εκφραστικό αναδιπλασιασμό] …
Dictionary of Greek
2κόλλουρος — fish masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
3κολλουρίς — κολλουρίς, ίδος, ἡ (Α) [κόλλουρος] είδος φυτού που φύεται σε ελώδεις τόπους …
Dictionary of Greek