κόκκᾰλος
1κόκκαλος — κόκκαλος, ὁ (AM) βλ. κόκαλος …
2κόκκαλος — kernel of the masc nom sg …
3κοκκάλου — κόκκαλος kernel of the masc gen sg …
4κοκκάλους — κόκκαλος kernel of the masc acc pl …
5κοκκάλων — κόκκαλος kernel of the masc gen pl …
6κόκκαλον — κόκκαλος kernel of the masc acc sg …
7κόκαλος — και κόκκαλος, ο (AM κόκκαλος) νεοελλ. 1. κόκαλο 2. ο σκληρός πυρήνας τών καρπών, το κουκούτσι νεοελλ. μσν. ισχίο αρχ. 1. το κουκούτσι τού κουκουναριού 2. το κουκουνάρι 3. ο καρπός τού φυτού δαφνοειδές το κνίδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκος + επίθημα… …
8Katze (5), die — 5. Die Katze, plur. die n, noch mehr im Diminut. das Kätzchen, Oberd. Kätzlein, ein Bündel, ein Büschel. 1) Im gemeinen Leben, eine sehr gewöhnliche Benennung derjenigen cylindrischen, zuweilen kugelförmigen Kelche an verschiedenen Bäumen, welche …
9κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …
10κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …
- 1
- 2