κόβω τα
1κόβω — και κόφτω έκοψα, κόπηκα, κομμένος 1. τεμαχίζω, μοιράζω: Κόβω το καρπούζι. 2. τραυματίζω, πληγώνω: Έκοψα το πρόσωπό μου με το ξυράφι. 3. κόβω κάτι και το πετάω ως άχρηστο: Κόβω τα νύχια μου. 4. αλέθω, κοπανίζω: Θα κόψουμε καφέ. 5. αποβάλλω κακή… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
2κόβω — κόβω, έκοψα βλ. πίν. 7 (και ως απρόσ. [μου] κοψε) …
3κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …
4αντι(σ)κόβω — αντι(σ)κόβω, αντί(σ)κοψα βλ. πίν. 7 …
5κιιντίζω — κόβω το κρέας ώστε να γίνει κιμάς, λειανίζω, κιμαδιάζω το κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αορ. kiydim τού τουρκ. ρ. kiymak «κόβω, λειανίζω»] …
6αποκλαδίζω — κόβω τα κλαδιά που προεξέχουν …
7κοντοκλαδεύω — κόβω τα κλαδιά ενός δέντρου έτσι ώστε να μείνουν κοντά, κλαδεύω κοντά τα κλωνιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + κλαδεύω ή < κοντοκλάδι] …
8κοψοκεφαλιάζω — κόβω το κεφάλι ή την κορυφή κάποιου, κουτσοκεφαλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοψ(ο) * + κεφαλ ιάζω (< κεφάλι), πρβλ. πονο κεφαλιάζω, σπαζο κεφαλιάζω] …
9βλαστοκοπώ — κόβω τα κλαδιά, κλαδεύω χρησιμοποιώντας το ειδικό δεντροκομικό μαχαίρι …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10κείρω — (ΑΜ κείρω, Α ιων. τ. κερέω) κόβω τα μαλλιά, κουρεύω μσν. συλλέγω, μαζεύω αρχ. 1. ξυρίζω, κόβω τις τρίχες σύρριζα 2. (σε μεγάλο πένθος) κόβω τα μαλλιά μου για να εκδηλώσω τη θλίψη μου 3. ληστεύω, αρπάζω 4. αποκόπτω, αποτέμνω 5. δρέπω 6. ερημώνω… …