κόβομαι
1κόβομαι — κόβομαι, κόπηκα, κομμένος βλ. πίν. 171 …
2αγουροφτάνω — αν και κόβομαι άγουρος, ωριμάζω κάπως …
3διαμερίζω — (AM διαμερίζω) διαχωρίζω, χωρίζω κάτι στα μέρη που τό αποτελούν αρχ. 1. μεσ. διαμερίζομαι διαμοιράζω («διεμερίσαντο τὰ ἱμάτιά του» μοίρασαν τα ρούχα του μεταξύ τους) 2. παθ. διαμερίζομαι α) αποχωρίζομαι από κάποιον λόγω έχθρας β) κόβομαι σε… …
4κερματούμαι — κερματοῡμαι, όομαι (Α) [κέρμα] κερματίζομαι, κόβομαι σε κέρματα, σε μικρά τεμάχια …
5κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …
6λωθροκόβομαι — (για πεταλωμένο υποζύγιο) τραυματίζομαι στο πόδι από λώθρα που δεν έχει κοπεί καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώθρα «οξύ μέρος τών καρφιών» + κόβομαι] …
7μακελλεύω — και μακελλεύγω (AM μακελλεύω, Μ και μακελλεύγω) [μάκελλον] νεοελλ. 1. κακοποιώ, δέρνω 2. μέσ. μακελλεύομαι κόβομαι, τραυματίζομαι βαριά* || (νεοελλ. μσν.) σφάζω, σκοτώνω μσν. διαμελίζω, ξεσχίζω, κομματιάζω αρχ. έχω κρεοπωλείο, είμαι κρεοπώλης …
8μαχαιροσκοτώνομαι — σκοτώνομαι με μαχαίρι ή κόβομαι με μαχαίρι («πολλούς γιαράδες έγιανα μαχαιροσκοτωμένους», δηλ. τραγούδι) …
9περικόπτω — ΝΜΑ και περικόβω Ν νεοελλ. 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο, λ.χ. από κείμενο, κινηματογραφική ταινία κ.λπ. 2. μειώνω, ελαττώνω, περιστέλλω περιορίζω νεοελλ. αρχ. κόβω κάτι ολόγυρα, στις άκρες, ακρωτηριάζω, κολοβώνω, κουτσουρεύω μσν. αρχ. αναχαιτίζω …
10περισκάπτω — ΝΜΑ νεοελλ. σκάβω τάφρο γύρω από έναν χώρο μσν. αρχ. 1. σκάβω γύρω γύρω 2. παθ. περισκάπτομαι α) ανασκάπτομαι β) (για έλικα κοχλία) περικόπτομαι, κόβομαι γύρω γύρω …