κωφός

  • 41κωφεύω — (Α κωφεύω) [κωφός] νεοελλ. 1. είμαι κουφός 2. προσποιούμαι ότι δεν ακούω, κάνω τον κουφό 3. αδιαφορώ, δεν υπακούω σε συμβουλές ή διαταγές ή παρακλήσεις αρχ. παριστάνω τον μουγκό, κρατώ το στόμα μου κλειστό («καὶ νῡν ἀδελφή μου κώφευσον, ὅτι… …

    Dictionary of Greek

  • 42κωφότητα — η (AM κωφότης, ητος) [κωφός] 1. έλλειψη ακοής, κουφαμάρα 2. μτφ. αδιαφορία, αμέλεια («τοσαύτην κωφότητα καὶ τοσοῡτο σκότος παρ ὑμῶν ἀπαντᾱν», Δημοσθ.) 3. μτφ. νωθρότητα αρχ. αδυναμία τής ακοής, βαρηκοΐα …

    Dictionary of Greek

  • 43κωφώδης — κωφώδης, ῶδες (Α) [κωφός] άφωνος, άλαλος …

    Dictionary of Greek

  • 44κωφώνω — (AM κωφῶ, όω, Μ και κωφώνω) [κωφός] προξενώ κώφωση σε κάποιον, κουφαίνω (μσν. αρχ.) κάνω κάποιον ή κάτι να εξασθενήσει ή να σταματήσει (α. «κωφώνω τὰ δάκρυα» πνίγω τα δάκρυα β. «ὀδύνας κωφοῑ», Ιπποκρ.) αρχ. παθ. κωφοῡμαι, όομαι α) είμαι νωθρός σε …

    Dictionary of Greek

  • 45μάρκος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μ. ή Ιωάννης. (Πράξεις ιβ’ 12). Επίσκοπος της Βύβλου ή Βιβλιόπολης της Αντιοχείας. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Σεπτεμβρίου. 2. Αναφέρεται και ως Μ. Ευγενικός. Επίσκοπος της Εφέσου. Η μνήμη του… …

    Dictionary of Greek

  • 46υπόκωφος — η, ο / ὑπόκωφος, ον, ΝΜΑ [κωφός] (για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από βάθος, βαθύς μσν. αρχ. ο αμβλύς στην ακοή ή, γενικότερα, στις αισθήσεις («δύσκολον γερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.) αρχ. παράλογος, ασυνάρτητος. επίρρ... ὑπόκωφα Ν …

    Dictionary of Greek

  • 47φαλός — ή, όν, Α 1. αυτός που λάμπει, ο λευκός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία …

    Dictionary of Greek

  • 48ωτοκωφώ — έω, Α είμαι κάπως κουφός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖς*, ὠτός «αφτί» + κωφῶ (< κωφός)] …

    Dictionary of Greek

  • 49Άλων λιμάνι — Παλιά ονομασία του μυχού του Πειραιά, κοντά στις τοποθεσίες Αλαί, απ’ όπου προέρχεται και το όνομα Αλίπεδον και Αλμυρίς. Η άποψη όμως αυτή γύρω από τη θέση του λιμανιού αμφισβητείται, γιατί είναι γνωστό ότι o μυχός του Πειραιά λεγόταν από τους… …

    Dictionary of Greek

  • 50Γκόγια ι Λουθιέντες, Φρανθίσκο — (Francisco Goya y Lucientes, Φουεντετόδος, Αραγονία 1746 – Μπορντό 1828).Ισπανός ζωγράφος και χαράκτης. Τέταρτο παιδί του επιχρυσωτή Χοσέ και της Γκραθία Λουθιέντες, φοίτησε στο Κολέγιο του Τάγματος των Ευαγών Σχολών στη Σαραγόσα, όπου αργότερα… …

    Dictionary of Greek