κωφός

  • 31Pano Koufonisi — Bucht bei Pori auf Pano Koufonisi Gewässer Mittelmeer Inselgruppe …

    Deutsch Wikipedia

  • 32Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …

    Wikipedia

  • 33FABRILIS — Ars, apud Gentiles praesidem Vulcanum habuit; qui proin cum malleo pingebatur, quod Arnob. traditum l. 6. quemadmodum idem in L. Caesiii nummo cum forcipe spectatur. Eidem Athenis sacra erant, Χάλκεια i. e, Aeraria, dicta: quae etsi, et ab… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 34ενεός — ά, όν (Α ἐνεός και ἐννεός, ά, όν) κατάπληκτος, εμβρόντητος («εἱστήκεισαν ἐνεοί», ΚΔ) μσν. σιωπηλός, άφωνος αρχ. 1. άλαλος» μουγκός («ό μὴ ἐνεός ἤ κωφὸς ἀπ ἀρχῆς», Πλάτ.) 2. βλάκας, ηλίθιος 3. (για πράγμ.) άχρηστος, μάταιος …

    Dictionary of Greek

  • 35ζούφιος — και ζούφος, ια, ιο και ζουφός, ή, ό και ζοφός, ή, ό 1. ισχνός, ατροφικός, αμέστωτος 2. (για καρπό) κούφιος, αυτός που η ψίχα του είναι κούφια, ισχνή, ατροφική («ζούφια καρύδια») 3. μτφ. για πρόσ. ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. μσν. ζοφός < αρχ. σομφός… …

    Dictionary of Greek

  • 36καρός — καρός, ὁ (Α) [καρώ] (κατά τον Ησύχ.) «κωφός, οἱ δὲ σκοτόδινος. βόσκημα. ἐγκέφαλος (ἔγκαρος). ὠνή. καιρός, ἤ φθορά» …

    Dictionary of Greek

  • 37κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… …

    Dictionary of Greek

  • 38κουφ(ο)- — (I) (Μ κουφ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό: δεν ακούει καθόλου, πάσχει από κώφωση (πρβλ. κουφ αηδόνι, κουφ άλογο) ή προκαλεί την κώφωση (πρβλ. κουφο λάχανο). Με τα σύνθετα τής ομάδας αυτής, που ανάγονται στο επίθ. κουφός… …

    Dictionary of Greek

  • 39κωφάλαλος — η, ο αυτός που πάσχει από κωφαλαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. συνδετικό σύνθ. < κωφός + άλαλος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sourd muet. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …

    Dictionary of Greek

  • 40κωφίας — κωφίας, ὁ (Α) είδος φιδιού, πιθ. ο τυφλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωφός + κατάλ. ίας (πρβλ. τυφλ ίας)] …

    Dictionary of Greek