κωπεών
1κωπεών — masc nom/voc sg …
2Κωπέων — Κώπαι fem gen pl (epic ionic) …
3κωπέων — κώπη handle fem gen pl (epic ionic) κωπάω pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κωπέω furnish with oars pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) κωπεύς pieces of wood fit for making oars masc gen pl κωπέω̆ν , κωπεύς… …
4κωπεῶνες — κωπεών masc nom/voc pl …
5κωπεῶνος — κωπεών masc gen sg …
6κωπεώνας — ο (Α κωπεών, ῶνος) νεοελλ. 1. χώρος όπου φυλάγονται κουπιά 2. συνεργείο για κατασκευή κουπιών αρχ. κωπεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώπη + περιληπτ. κατάλ. εών (πρβλ. ανθ εών, κεγχρ εών)] …
7κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… …
8σταβατίνης — ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κωπεών, κωπεύς» …