κωπεύω
1κωπεύω — (Α) [κώπη] 1. κωπηλατώ 2. φρ. «κεκώπευται στρατός» ο στρατός έχει το χέρι στη λαβή τού ξίφους, είναι έτοιμος να πολεμήσει …
2κεκώπευται — κωπεύω propel with oars perf ind mp 3rd sg …
3κωπεύεις — κωπεύω propel with oars pres ind act 2nd sg …
4κώπη — η (AM κώπη) το κουπί αρχ. 1. λαβή εργαλείου ή άλλου αντικειμένου, χερούλι 2. παροιμ. «παραπέμπειν ἐφ ἔνδεκα κώπαις» συνοδεύω με όλες τις τιμές. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το κάπτω* και με λατ. capulus «κουπί». ΠΑΡ. κωπεών, κωπητήρ αρχ.… …