κωνίας
1κωνίας — κωνίας, ὁ (Α) φρ. «κωνίας οἶνος» οίνος, στην παρασκευή τού οποίου χρησιμοποιούσαν και πίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶνος + επίθημα ίας, που δηλώνει ονομασίες κρασιών (πρβλ. ομφακ ίας, πιτυρ ίας)] …
2κωνίαν — κωνίᾱν , κωνίας pitched masc acc sg (attic epic doric aeolic) κωνίας pitched masc acc sg …
3κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα …
4κωνίου — κώνιον small cone neut gen sg κωνίας pitched masc gen sg κωνίον small cone neut gen sg …