κωμῆται π

  • 1κωμῆται — κωμάζω revel fut ind mid 3rd sg (doric) κωμήτης villager masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2κωμήτης — κωμήτης, ὁ θηλ. κωμῆτις, ιδος, δωρ. τ. αρσ. κωμέτας (Α) [κώμη] 1. κάτοικος κώμης («τῶν ἄλλων γεωργῶν τε και κωμητῶν», Πλάτ.) 2. γείτονας («ἡ γ ἐμὴ κωμῆτις», Αριστοφ.) 3. (γενικά) κάτοικος («ξένοι, Φεραίας τῆσδε κωμῆται χθονός», Ευρ.) …

    Dictionary of Greek

  • 3φυλέτης — ὁ, θηλ. φυλέτις ιδος, 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή με κάποιον άλλο («κωμῆταί τε καὶ φυλέται», Πλάτ.) 2. ως επίθ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια φυλή (α. «φυλέτης χορός» ο χορός τής φυλής, ο τοπικός β. «φυλέτις ἐκκλησία», Αππ.).… …

    Dictionary of Greek