κωμᾶ
1κῶμα — deep sleep neut nom/voc/acc sg …
2κώμα — Παθολογική κατάσταση κατά την οποία επέρχεται απώλεια της συνείδησης, της εθελουσίας κινητικότητας και της αισθητικότητας, ενώ διατηρούνται οι λειτουργίες του νευροφυτικού συστήματος. Ο ασθενής δεν αντιδρά ακόμη και σε έντονη διέγερση. Το κ.… …
3κώμα — το, ατος ληθαργική παθολογική κατάσταση, στέρηση κάθε αισθητικότητας και κινητικότητας …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κωμᾶ — κωμάζω revel fut ind act 1st sg (doric aeolic) …
5κωμάσας — κωμά̱σᾱς , κωμάζω revel fut part act fem acc pl (doric) κωμά̱σᾱς , κωμάζω revel fut part act fem gen sg (doric) κωμάσᾱς , κωμάζω revel aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …
6κώμας — κώμᾱς , κώμη unwalled village fem acc pl κώμᾱς , κώμη unwalled village fem gen sg (doric aeolic) …
7κωμᾶς — κωμᾶ̱ς , κωμάζω revel fut ind act 2nd sg (doric) …
8κωμάσαι — κωμά̱σᾱͅ , κωμάζω revel fut part act fem dat sg (doric) κωμάζω revel aor inf act κωμάσαῑ , κωμάζω revel aor opt act 3rd sg …
9κωμάσαις — κωμά̱σαις , κωμάζω revel fut part act fem dat pl (doric) κωμάζω revel aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) κωμάζω revel aor opt act 2nd sg …
10κώμαι — κώμᾱͅ , κώμη unwalled village fem dat sg (doric aeolic) …