κωμάρχης
1κωμάρχης — κωμάρχης, ου, ὁ (Α) 1. προεστός χωριού 2. (κατά τους ρωμαϊκούς και βυζαντινούς χρόνους στην Αίγυπτο) πολιτικός διοικητής που διηύθυνε την παροχή υδάτων για άρδευση και επόπτευε τη χορήγηση σπόρων και δανείων στους καλλιεργητές. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη …
2κωμάρχης — head man of a village masc nom sg κωμαρχέω to be imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …
3κωμάρχην — κωμάρχης head man of a village masc acc sg (attic epic ionic) …
4κωμαρχώ — κωμαρχώ, έω (Α) [κωμάρχης] είμαι κωμάρχης, διοικώ ως κωμάρχης …
5κωμάρχας — κωμάρχᾱς , κωμάρχης head man of a village masc acc pl κωμάρχᾱς , κωμάρχης head man of a village masc nom sg (epic doric aeolic) …
6PENTECOMARCHUS — apud Sim. Dunelmensem A. C. 887. Perturbatus erat frequenter animô contra Principes et Pentecomarchos: ex Graeco Πέντε, quinque, et Κωμάρχης vel Κωμαρχὸς, vicorum Praefectus, nomen dignitatis …
7-άρχης — [ΕΤΥΜΟΛ. Β συνθετικό λέξεων όλων των περιόδων της ελληνικής γλώσσας (Αρχαίας, Μεσαιωνικής, Νεοελληνικής) που προέρχεται από το ρ. άρχω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύνθετες λέξεις της Αρχαίας σε άρχης επιδίδουν κυρίως στην Ιωνική… …
8κωμαρχία — κωμαρχία, ἡ (Α) [κωμάρχης] το αξίωμα τού κωμάρχου …
9κωμαρχίδης — κωμαρχίδης, ὁ (Α) [κωμάρχης] ο γιος τού κωμάρχου …
10κώμαρχος — (I) κώμαρχος, ὁ (Α) αρχηγός κώμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῶμος + αρχος* (πρβλ. θήρ αρχος, φρούρ αρχος)]. (II) κώμαρχος, ὁ (Α) κωμάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κώμη + αρχος*] …
- 1
- 2