κωλυτήριος
1κωλυτήριος — preventive masc nom sg …
2κωλυτήριος — α, ο (Α κωλυτήριος, ία ον) [κωλυτήρ] αυτός που εμποδίζει κάποιον ή κάτι νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το κωλυτήριο(ν) χοντρό σχοινί με το οποίο δενόταν σφιχτά το πυροβόλο στη βάση του για να αποφευχθεί ο ανατροχασμός του κατά την εκπυρσοκρότηση αρχ. το …
3κωλυτηρίων — κωλυτήριον preventive neut gen pl κωλυτήριος preventive fem gen pl κωλυτήριος preventive masc/neut gen pl …
4κωλυτήριον — preventive neut nom/voc/acc sg κωλυτήριος preventive masc acc sg κωλυτήριος preventive neut nom/voc/acc sg …
5κωλυτηρίοις — κωλυτήριον preventive neut dat pl κωλυτήριος preventive masc/neut dat pl …
6κωλυτήρια — κωλυτήριον preventive neut nom/voc/acc pl κωλυτήριος preventive neut nom/voc/acc pl …