κωλακρέτου γάλα

  • 1κωλακρέτης — και κωλαγρέτης, ὁ (Α) 1. τίτλος άρχοντα τής αρχαίας Αθήνας, καθώς και άλλων πόλεων, ο οποίος ασχολούνταν με τα οικονομικά τής πόλης 2. φρ. «κωλακρέτου γάλα» (κωμικά) δικαστικός μισθός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλαγρέτης, με αφομοιωτική τροπή τού γ σε κ ,… …

    Dictionary of Greek