κωκᾶς

  • 1κώκαλον — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «παλαιόν, καὶ εἶδος ἀλεκτρυόνος». [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται στα ανθρωπωνύμια Κώκαλος, Κῶκος, Κωκᾶς, Κωκώ] …

    Dictionary of Greek