κωδωνό-κροτος

  • 1ιαμβόκροτος — ἰαμβόκροτος, ον (Α) αυτός που ηχεί σαν ίαμβος («ἰαμβόκροτοι λόγοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ίαμβος + κροτος (< κρότος), πρβλ. ιππό κροτος, κωδωνό κροτος] …

    Dictionary of Greek

  • 2ιππόκροτος — ἱππόκροτος, ον (Α) αυτός που ηχεί από τον κρότο τών πατημάτων τών ίππων («ἱππόκροτος ὁδός», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + κρότος (< κρότος), πρβλ. κωδωνό κροτος, ποσσί κροτος] …

    Dictionary of Greek

  • 3μετρόκροτος — μετρόκροτος, ον (Μ) αυτός που έχει γραφεί εμμέτρως («μετρόκροτοι γραφαί», Τζέτζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτρον + κρότος (πρβλ. κωδωνό κροτος)] …

    Dictionary of Greek