κυάνεος

  • 61Κυάνεαι — Κυάνεαι, ῶν και έων, αἱ (Α) βλ. κυάνεος …

    Dictionary of Greek

  • 62γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …

    Dictionary of Greek

  • 63κυανέα — η ζωολ. γένος σημαιόστομων σκυφοζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyanea < λατ. cyanea, θηλ. τού cyaneus < κυάνεος < κύανος] …

    Dictionary of Greek

  • 64σιδηρούς — ά, ούν / σιδηροῡς, ᾱ, οῡν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. σιδήρειος Μ, και δωρ. τ. σιδάρεος, α, ον, και ποιητ. τ. σιδηρήεις, εσσα, εν, και ιων. και επικ. τ. σιδήρεος, α, ον, και σιδήρειος, είη, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή από χάλυβα, σιδερένιος (α.… …

    Dictionary of Greek

  • 65υπερκυάνεος — ον, Α (κατά τον Ησύχ.) ο υπέρμετρα κυανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κυάνεος / κυανοῦς] …

    Dictionary of Greek

  • 66υποκυάνεος — ον, Α υποκύανος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κυάνεος] …

    Dictionary of Greek

  • 67ԵՐԿՆԱԳՈՅՆ — ( ) NBH 1 0695 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c ա. οὑρανοχρώματος, κυάνεος caeruleus, caeli colorem habens Կապոյտ, կապուտակ, որպէս երեւին մեզ երկինք. ... *Կապուտակագոյն ... երկնագոյն ջինջ. Ագաթ.: *Երկնագոյն դաշտաց …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 68ԿԱՊՈՅՏ — (պուտոյ.) NBH 1 1055 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 13c ա.գ. ԿԱՊՈՅՏ κυανός, κυάνεος, ὐακίνθινος , ῤαντός caeruleus, subalbus եւն. որ եւ ԿԱՊՈՒՏԱԿ. լծ. թ. քէտուր, քէտպուտի. երկնագոյն. ծովագոյն. եւ Մոխրագոյն. կապուտ.… …

    հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • 69κυανῶι — κυανῷ , κυάνεος made of masc/neut dat sg (attic epic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 70κυάνεαι — Dark rocks fem nom/voc pl κυάνεος made of fem nom/voc pl κυανέω to be dark in colour pres ind mp 2nd sg (epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)