-
1 κυψέλη
[кипеэли] ουσ. Θ. улей,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κυψέλη
-
2 улей
η κυψέλη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > улей
-
3 пчелйный
пчел||йныйприл με-λίσσιος, τῶν μελισσών:\пчелйныйиный мед τό μέλι ἀπό μέλισσες· \пчелйныйиная ма́гка ἡ βασίλισσα τών μελισσών \пчелйныйиный рой τό μελίσσι, τό σμήνος μελισσών \пчелйныййный у́лей ἡ κυψέλη, τό μελισσοκόφινο. -
4 сера
сераж1. хим. τό θείον, τό θειάφι·2. (ушная) ἡ κυψελίς, ἡ κυψέλη. -
5 уламывать
уламыватьнесов πείθω μέ κόπο:\уламывать упрямца πείθω μέ κόπο τόν πεισματάρη (или τόν ἰσχυρογνώμονα). у́лей м ἡ κυψέλη, τό μελισσοκόφινο[ν]:полный \уламывать τό μελίσσι. -
6 улей
[ούλιϊ] ουσ. α. κυψέλη -
7 улей
[ούλιϊ] ουσ α κυψέλη -
8 борть
-и θ.παλ. κυψέλη, κουβέλι, μελισσοκόφινο. -
9 выкурить
выкурить 1ρ.σ.μ.1. καπνίζω ως το τέλος (τσυγάρο, πούρο). || καπνίζω, τελειώνω•брат -ил сигареты ο αδερφός κάπνισε όλα τα τσιγάρα.
2. διώχνω, βγάζω έξω με τον καπνό•-ли, лису из норы έβγαλαν την αλεπού έξω από την κρύπτη με το καπνό•
-ли пчел из ульи έδιωξαν τις μέλισσες από την κυψέλη με καπνό.
καπνίζομαι• τελειώνω•все сигареты -лись όλα τα τσιγάρα τέλειωσαν (τα κάπνισαν).
выкурить 2ρ.σ.μ.παλ. αποστάζω, παίρνω με απόσταξη.αποστάζομαι. -
10 долбить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долбленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.1. σκάβω, βαθαίνω, εκκοιλαίνω, βαθουλώνω•-блю стену σκάβω τον τοίχο•
долбить камень κάνω λακκούβα στην πέτρα•
дятел дерево -ит ο δρυοκολάπτης τρυπά το δέντρο•
капля и камень -ит οι σταλαματιές και την πέτρα τρώνε•
улей σκαλίζω κυψέλη (από κορμό δέντρου).
2. χτυπώ διαρκώς. || χτυπώ, βάλλω συνεχώς με πυροβόλα, σφυροκοπώ.3. (απλ.) επαναλαβαίνω, κοπανώ τα ίδια και τα ίδια.4. (απλ.) αποστηθίζω, απομνημονεύω, παπαγαλίζω•он часами -ит урок αυτός ώρες ολόκληρες αποστη θ. ίζει το μάθημα.
σκάβομαι, κοιλαίνομαι κλπ. ρ.μ. -
11 колода
колода 1-ы θ.1. κούτσουρο•рубить мясо на -е κόβω το κρέας στο κούτσουρο.
2. σκαλισμένος κορμός δέντρου (για κυψέλη, σκάφη κ.τ.τ.).εκφρ.через пень -у (валить) – κάνω τι τσαπατσούλικα, όπως-όπως.колода 2-ы θ.δέσμη παιγνιόχαρτων, τράπουλα. -
12 колодка
-и θ.1. καλαπόδι.2. ποδόφρενο.3. ξύλινο μέρος μερικών εργαλείων — рубанки το ξύλο της ροκάνης.4. πλθ. -и παλ. ποδοπέδες ξύλινες.5. ταινία παρασήμων (για καρφίτσωμα).6. κυψέλη, σκάφη (σκαλιστή).εκφρ.все на одну -у – όλοι τους το ίδιο είναι, πάρ τον έναν και χτύπα τον άλλον. -
13 окурить
-урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. окуренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.μ. καπνίζω•окурить улей καπνίζω την κυψέλη.
-
14 пчелиный
επ.μελισσινός, μελίσσιος, της μέλισσας•пчелиный мд μέλι μελισσών•
пчелиный улей κυψέλη μελισσών•
-ая матка η βασίλισσα των μελισσών.
ουσ. πλθ. -ые τα μελισσοειδή. -
15 срубовый
επ.καμωμένος από κορμό δέντρου•срубовый улей κυψέλη από κορμό δέντρου.
-
16 улей
улья α. κυψέλη, μελισσοκόφινο.
См. также в других словарях:
κυψέλη — any hollow vessel fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψέλῃ — κυψέλη any hollow vessel fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… … Dictionary of Greek
Κυψέλη — Sp Kipsèlė Ap Κυψέλη/Kypseli L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
κυψέλη — η 1. μελισσοκόφινο, κουβέλι. 2. τόπος όπου εργάζονται εντατικά πολλοί άνθρωποι: Το σχολειό έμοιαζε με κυψέλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σφήνα (Κυψέλη) — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ.), στην επαρχία Βάλτου, του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας … Dictionary of Greek
κυψέλαι — κυψέλη any hollow vessel fem nom/voc pl κυψέλᾱͅ , κυψέλη any hollow vessel fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψελῶν — κυψέλη any hollow vessel fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψέλαις — κυψέλη any hollow vessel fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψέλην — κυψέλη any hollow vessel fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυψέλης — κυψέλη any hollow vessel fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)