κυττάζω κάποιον αφ'

  • 1γλυκοκοιτάζω — και κυττάζω και κοιτώ ( άω) 1. παρατηρώ κάποιον μ ερωτικό πόθο, «κάνω γλυκά μάτια». 2. ατενίζω κάτι μ ευχαρίστηση («πότε γλυκοκοιτάζει ψηλά τ αστέρια τ ουρανού», Κρυστ.) …

    Dictionary of Greek