κυρτίον
1κύρτιον — κύρτιον, τὸ (Α) ένα μέρος τού άρματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι υποκορ. τού κύρτος, ενώ, κατ άλλους, συνδέεται με το επίθ. κυρτός] …
2κυρτίου — κύρτιον neut gen sg …
3κυρτίων — κύρτιον neut gen pl κυρτιάω to be hunchbacked imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κυρτιάω to be hunchbacked imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …