κυρτώ
1κυρτώ — κυρτῶ, όω (AM) βλ. κυρτώνω …
2κυρτῷ — κυρτός bulging masc/neut dat sg …
3κυρτώ — κυρτός bulging masc/neut nom/voc/acc dual …
4κύρτῳ — κύρτος weels masc dat sg …
5κυρτός — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …
6THERSITES — Graecorum omnium foedissimus, idemque ignavissimus, quem Achilles sibi procaciter convitiantem pugni ictu interfecit. Huius insignis deformitas ab Homer. l. 2. Il. γραφικῶς expressa, effecit, ut cum hominem vehementer foedum significare volumus,… …
7κατακυρτώ — κατακυρτῶ, όω (Α) λυγίζω πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυρτῶ «λυγίζω, κυρτώνω» (< κυρτός)] …
8κυλημοκυτρώ — κυλημοκυτρῶ (Μ) κάνω κωλοτούμπες, κουτρουβαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύλημα (< κυλῶ) + κυτρῶ (< κυρτῶ με μετάθεση)] …
9κυρτίζω — (Α) κυρτώνω, καμπυλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ρ. κυρτῶ, κατά τα σε ίζω] …
10κυρτωτός — κυρτωτός, ή, όν (Α) [κυρτώ] καμπουριαστός, καμπούρης …
- 1
- 2