κυρτώ

  • 11κυρτώνω — (AM κυρτῶ, όω) [κυρτός] 1. κάμπτω κάτι ώσπου να σχηματίσει τόξο, λυγίζω, καμπυλώνω («κυρτῶν τε νῶτα κεἰς κέρας παρεμβλέπων», Ευρ.) 2. είμαι ή γίνομαι καμπούρης, καμπουριάζω νεοελλ. κάνω κάτι καμπύλο προς τα έξω, ανακυρτώνω μσν. (η μτχ. παθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 12κύρτος — Όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό ορισμένου είδους σχημάτων, στη συνήθη γεωμετρία (κ. πολύγωνο, κ. πολύεδρο κλπ.) αλλά και γενικότερα στην τοπολογία και στην ανάλυση (κ. χώρος, κ. συνάρτηση κ.ά.). κυρτή ακολουθία. Κάθε ακολουθία… …

    Dictionary of Greek

  • 13κύρτωμα — το (Α κύρτωμα) [κυρτῶ, όω] κυρτότητα, το κυρτό μέρος κάθε σώματος ή φυσικού και τεχνητού σχηματισμού ή κατασκευάσματος, καμπούρα (α. «κύρτωμα τού οστού» β. «κύρτωμα τής αψίδας» γ. «γένη καμήλων... ἀνατετακότων τὸ κατὰ τὴν ῤάχιν κύρτωμα», Διόδ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 14κύρτωση — η (Α κύρτωσις) 1. κυρτότητα, κύρτωμα, καμπύλωμα 2. καμπούριασμα («κυρτώσεων ἢ κυλλώσεων τοῡ σώματος», Πτολ.) αρχ. 1. (για αιμοφόρα αγγεία) διόγκωση, φούσκωμα 2. φυσαλλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυρτῶ. Η λ. ως ιατρικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 15περικυρτώ — όω, Α (συν. το παθ.) περικυρτοῡμαι, όομαι είμαι εντελώς κυρτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυρτῶ] …

    Dictionary of Greek