κυρτο-ειδής

  • 1τοξοειδής — ές, ΝΜΑ αυτός που έχει σχήμα τόξου νεοελλ. 1. ανατ. χαρακτηρισμός διαφόρων ανατομικών σχηματισμών ή στοιχείων (α. «τοξοειδείς αρτηρίες» β. «τοξοειδείς ίνες») 2. το ουδ. ως ουσ. το τοξοειδές βιολ. βακτηριακό δηλητήριο το οποίο δεν είναι πλέον… …

    Dictionary of Greek