1κυρτευτής — κυρτευτής, ὁ (Α) κυρτεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυρτεύω ή, αναλογικά, κατά το ἁλιευτής] …
Dictionary of Greek
2κυρτευτής — one that fishes with the masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)