κυρσερίδες τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῖα

  • 1κυρσερίδες — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «τὰ τῶν μελισσῶν ἀγγεῑα, κυψελίδες». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. κύρτος και, κατά μία άποψη, προήλθε από *κυρσέρα, με πιθ. επίδραση τού κρησέρα «κόσκινο»] …

    Dictionary of Greek