κυπασσίς
1κύπασσις — short frock fem nom sg κυπασσίς fem nom sg …
2κύπασσις — κύπασσις, εως και κύπαττις, ιδος και, κατά τον Ησύχ., κυπασίς, ίδος, ὁ, ἡ (Α) κοντός ανδρικός, ή και γυναικείος, χιτώνας που έφθανε μέχρι το μέσο τού μηρού («πάρ δέ ζώματα πολλὰ καὶ κυπάττιδες», Αλκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ.… …
3κυπάσσιδες — κύπασσις short frock fem nom/voc pl κυπασσίς fem nom/voc pl …
4κύπασσι — κύπασσις short frock fem voc sg κυπασσίς fem voc sg …
5κύπασσιν — κύπασσις short frock fem acc sg κυπασσίς fem acc sg …
6κυπάς — κυπάς, άδος, ἡ (Α) η κύπασσις* …
7κυπάσσιον — κυπάσσιον, τὸ (Α) υποκορ. τού κύπασσις* …
8κυπασσίσκος — κυπασσίσκος, ὁ (Α) υποκορ. τού κύπασσις* …
9κυπαττίδες — κυπασσίδες , κυπασσίς fem nom/voc pl …