κυνάγχῃ
1κυνάγχη — dog quinsy fem nom/voc sg (attic epic ionic) κυνάγχης dog throttler masc voc sg …
2κυνάγχῃ — κυνάγχη dog quinsy fem dat sg (attic epic ionic) κυνάγχης dog throttler masc dat sg (attic epic ionic) …
3κυνάγχη — Φλεγμονή του βλεννογόνου του λεμφικού δακτυλίου του φάρυγγα και ιδιαίτερα των αμυγδαλών. Οφείλεται σε ποικιλία μικροβίων (πυογόνοι κόκκοι, με κυριότερο τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο) και ιών (ο ιός Epstein Barr, που προκαλεί μεταξύ άλλων και τη… …
4κυνάγχη — η (ιατρ.), πρήξιμο και φλεγμονή του φάρυγγα, που συνοδεύεται από δυσκολία στην αναπνοή και την κατάποση …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5κυναγχῶν — κυνάγχη dog quinsy fem gen pl κυνάγχης dog throttler masc gen pl …
6κυνάγχαις — κυνάγχη dog quinsy fem dat pl κυνάγχης dog throttler masc dat pl …
7κυνάγχην — κυνάγχη dog quinsy fem acc sg (attic epic ionic) κυνάγχης dog throttler masc acc sg (attic epic ionic) …
8κυνάγχης — κυνάγχη dog quinsy fem gen sg (attic epic ionic) κυνάγχης dog throttler masc nom sg …
9κυναγχικός — ή, ό (Α κυναγχικός, ή, όν) [κυνάγχη] 1. αυτός που αναφέρεται στην κυνάγχη 2. αυτός που πάσχει από κυνάγχη αρχ. φρ. «πάθος κυναγχικόν» κυνάγχη …
10αργυράγχη — ἀργυράγχη, η (Α) λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β… …