κυνό-λυκος

  • 1λυκοθαρσής — και, κατά τον Ησύχ., λυκοθρασής, ές (Α) τολμηρός σαν λύκος, αυτός που έχει το θάρρος λύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + θαρσής (< θάρσος), πρβλ. δορυ θαρσής, κυνο θαρσής] …

    Dictionary of Greek