-
1 κυνηγώ
[киниго] р. охотиться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κυνηγώ
-
2 гнаться
-
3 гоняться
гонять||ся1. (преследовать) καταδιώκω, κυνηγώ:*-ся Друг за дру́-гом κυνηγώ ὁ ἕνας τόν ἀλλον2. (стремиться к чему-л.) разг ἐπιδιώκω, ἐπιζητώ, κυνηγώ:*-ся ва почестями ἐπιζητώ τιμές· \гонятьсяся за славой κυνηγώ τή δόξα. -
4 охотнтьсн
охотнтьсннесов1. κυνηγώ, θηρεύω:\охотнтьсн за зайцами κυνηγώ λαγούς·2. перен κυνηγώ, ψάχνω:\охотнтьсн за редкой книгой κυνηγώ σπάνιο βιβλίο. -
5 гнать
гоню, гонишь, παρλθ. χρ. гнал, -ла, -ло, μτχ. ενεστ. гонящий, παθ. μτχ. ενεστ. гонимый, βρ: -ним, -а, -о, ρ.δ.μ.1. οδηγώ, βγάζω κοπάδι στη βοσκή, σκαρίζω. || στέλλω, κατευθύνω.2. παροτρύνω, προτρέπω• βιάζω, επισπεύδω. || οδηγώ με μεγάλη ταχύτητα (αυτοκίνητο κ.τ.τ.).3. (κυρλξ. κ. μτφ.) κυνηγώ, καταδιώκω.4. διώχνω, απελαύνω.5. αποστάζω, βγάζω οινόπνευμα.6. (χυδ.) δίνω•гони деньги βγάλε λεφτά, κατέβαινε.
εκφρ.гнать в шею ή взашей – (απλ.) πιάνω από το λαιμό (το γιακά) και διώχνω.1. κυνηγώ, καταδιώκω, παίρνω κατά πόδι, στο κοντό.2. επιδιώκω, επιζητώ•гнать за прибылью κυνηγώ το κέρδος•
гнать за славой κυνηγώ τη δόξα.
-
6 гнаться
гнать||ся1. (преследовать) (κατα)διώκω, κυνηγῶ:\гнатьсяся по пята́м παίρνω καταπόδι κάποιον2. (добиваться чего-л.) κυνηγώ:\гнатьсяся за сла́вой κυνηγώ τή δόξα. -
7 преследовать
преследоватьнесов1. καταδιώκω, κυνηγώ:\преследовать зверя θηρεύω, κυνηγώ· \преследовать врага по пятам καταδιώκω τόν ἐχθρό κατά πόδας·2. (подвергать гонениям) διώκω, κατατρέχω·3. (о законе) διώκω:\преследовать в судебном порядке διώκω ποινικώς·4. (донимать\преследовать о мыслях и т. п.) κυνηγώ, καταδιώκω, βασανίζω:эта мысль \преследоватьует меня ἡ ίδέα αὐτη μέ καταδιώκει·5. (стремиться к чему-л.) ἐπιδιώκω, ἐπιζητώ:\преследовать цель ἐπιδιώκω, ἀποσκοπώ, ἀποβλέπω· \преследовать собственные интересы ἐπιδιώκω τά ἀτομικά μου συμφέροντα -
8 охотиться
охочусь, охотишьсяρ.δ.1. κυνηγώ, θηρεύω•охотиться за перепелами κυνηγώ ορτύκια•
охотиться на волков κυνηγώ λύκους.
|| μτφ. ανιχνεύω, εξιχνιάζω, ιχνηλατώ παρακολουθώ.2. μτφ. βάζω στο μάτι, αποσκοπώ, επιδιώκω.охочусь, охотишьсяρ.δ. (απλ.)επιθυμώ, θέλω, βούλομαι. -
9 вдогонку
-
10 охотиться
-
11 преследовать
-
12 бегать
ρ.δ.1. βλ. бежать με τη διαφορά ότι το ρ. бегать σημαίνει κίνηση συνεχή ή προς διάφορες κατευθύνσεις.2. φεύγω, δραπετεύω, αποδιδράσκω.3. πηγαινοέρχομαι.4. περιφέρω, στρέφω, γυρίζω γρήγορα από ένα πράγμα σ’ άλλο.5. καταδιώκω, κυνηγώ, παίρνω κατά πόδι.ή τρέχω κοντά από, κυνηγώ•-ет за девушками κυνηγά τα κορίτσια.
-
13 преследовать
-дую, -дуешьρ.δ.μ.1. καταδιώκω, κυνηγώ•преследовать зверя κυνηγώ το θηρίο•
врага καταδιώκω τον εχθρό.
|| καταδιώκω από κοντά, παίρνω καταπόδι, από το κοντό.2. ενοχλώ, δεν αφήνω ήσυχο•меня не перестат преследовать мысль о болезни δεν με αφήνει ήσυχο η σκέψη για την αρρώστεια.
3. διώκω, κατατρέχω•-демократов διώκω τους δημοκράτες.
4. διώκω (νομικώς)•преследовать по суду διώκω δικαστικώς•
преследовать судебным порядком διώκω με τη δικαστική οδό.
5. επιδιώκω, σκοπεύω, στοχεύω, βάζω για σκοπό•преследовать свой интересы βάζω για σκοπό τα συμφέροντα μου.
καταδιώκομαι, κυνηγιέμαι. || διώκομαι, κατατρέχομαι κλπ. ρ. ενεργ.φ. -
14 преследовать
1. (гнаться за кем-, чем-л.) καταδιώκω, κυνηγώ 2. (неотступно следовать за кем-л.) ακολουθώ, καταδιώκω 3. (не оставлять в покое, мучить) ενοχλώ 4. (подвергать гонениям, притеснять) διώκω, κατατρέχω 5. юр. (предавать суду, подвергать суду) διώκω 6. (стремиться к чему-л., добиваться осуществления чего-л.) επιδιώκω, σκοπεύω, στοχεύω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > преследовать
-
15 гнать
гнать 1) (стадо и т. л.) οδηγώ 2) (преследовать ) κα ταδιώκω 3) (прогонять) διώ χνω \гнаться κυνηγώ* * *1) (стадо и т. п.) οδηγώ2) ( преследовать) καταδιώκω3) ( прогонять) διώχνω -
16 бегать
бега||тьнесов1. τρέχω / ἀποφεύγω (от кого-л.);2. (зо кем-л.) κυνηγώ, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον ◊ у иего глаза \бегатьют τά μάτια του συνεχώς παίζουν. -
17 бить
битьнесов1. (избивать) χτυπῶ, κτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ;2. (ударять) χτυπώ, κτυπῶ:\бить в барабан χτυπῶ τό τύμπανο; \бить в колокол χτυπῶ τήν καμπάνα; \бить хвостом χτυπῶ μέ τήν οὐρά;3. перен μαστιγώνω, καυτηριάζω (бичевать)/ βλάπτω, προξενῶ ζημία[ν] (наносить вред):\бить по карману ζημιώνω, ξεπαραδιάζω, ξετινάζω;4. (разбивать) σπάζω, θραύω, θρυμματίζω:\бить посуду σπάζω (или σπάνω) τά πιατικά;5. (убивать скот) σφάζω;6. охот. κυνηγώ, θηρεύω, χτυπῶ;7. (обстреливать) πυροβολώ, βάλλω:\бить в цель χτυπώ (είς) στό σημάδι;8. (о часах) χτυπώ, κτυπώ:часы бьют τό (ώ)ρολόγι χτυπἄ;9. (побеждать) νικώ:\бить врага νικώ τόν ἐχθρό; ◊ \бить баклуши γυρίζω ἀργόσχολος; бьющий через край πού ξεχειλίζει, ἀφθονος; источник бьет ἡ πηγή ἀναβλύζει, ξεπηδἄ; \бить тревогу, \бить в набат χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι; \бить отбо́й σαλπίζω ἀνάπαυση, σαλπίζω σιωπητήριο; меня бьет лихорадка μέ καίει ὁ πυρετός. -
18 выследить
выследитьсов, выслеживать несов ἀνιχνεύω, παρακολουθώ, ἀνακαλύπτω τά ίχνη/ Ιχνηλατώ, κυνηγώ (зверя). -
19 гнать
гнатьнесов1. ὀδηγῶ, κατευθύνω, σπρώχνω·2. (торопить) βιάζω, ἐπισπεύδω:\гнать машину ὀδηγῶ μέ μεγάλη ταχύτητα τό αὐτοκίνητο· \гнать лошадь βιάζω τό ἄλογο·3. (преследовать) κυνηγῶ·4. (прогонять) διώχνω, (ἐκ)διώκω:\гнать из дому διώχνω ἀπ' τό σπίτι·5. (спирт и т. п.) ἀποστάζω, διυλίζω· ◊ \гнать мяч спорт. κλωτσάω τή μπάλλα. -
20 за
запредлог с вин. и твор. под.1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·5. (в течение) στή διάρκεια σέ:заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·7. (при прикосновении):брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·9. (вместо) γιά:работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·10. (при указании стоимости, цены):купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα.
См. также в других словарях:
κυνηγώ — και κυνηγάω κυνήγησα, κυνηγήθηκα, κυνηγημένος 1. είμαι κυνηγός, βγαίνω για κυνήγι. 2. προσπαθώ να σκοτώσω ή να πιάσω θήραμα με τη βοήθεια σκυλιών. 3. καταδιώκω κάποιον εχθρικά. 4. επιδιώκω να αποκτήσω κάτι: Κυνηγάει αυτή τη θέση από καιρό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυνηγώ — (AM κυνηγῶ, έω, Α δωρ. τ. κυναγῶ, έω, Μ και κυνηγεύω και κυνηγεύγω) [κυνηγός] 1. συλλαμβάνω και φονεύω πουλιά ή άλλα ζώα, συνήθως με τη βοήθεια κυνηγόσκυλου, επιδίδομαι στο κυνήγι πτηνών ή άλλων ζώων 2. καταδιώκω κάποιον για να τόν συλλάβω ή και… … Dictionary of Greek
κυνηγώ — κυνηγάω / κυνηγώ, κυνήγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κυνηγῶ — κυνηγέω hunt pres subj act 1st sg (attic epic doric) κυνηγέω hunt pres ind act 1st sg (attic epic doric) κυνηγός hound leader masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυνηγῷ — κυνηγός hound leader masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεδράμω — κυνηγώ, καταδιώκω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ έδραμον (βλ. και λ. ξ[ε] ) αόρ. β του ἐκτρέχω, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος] … Dictionary of Greek
αλαφοκυνηγώ — και λαφοκυνηγώ ( άω) κυνηγώ ελάφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάφι + κυνηγώ] … Dictionary of Greek
θείνω — (Α) 1. χτυπώ, φονεύω («φασγάνῳ αὐχένα θείνας», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. σκοτώνω, φέρομαι με άσχημο τρόπο («θείνει δ ὀνείδει μάντιν», Αισχύλ.) 3. (για πλοία) είμαι βυθισμένος, είμαι ναυαγισμένος («στυφελοῦ θείνοντας ἐπ ἀκτάς», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο σπάνιος … Dictionary of Greek
θηρώ — θηρῶ, άω (Α) 1. κυνηγώ ή καταδιώκω άγρια ζώα, και συν. με τη σημ. τού συλλαμβάνω 2. (για ανθρώπους) συλλαμβάνω, καταλαμβάνω 3. αιχμαλωτίζω με τον τρόπο μου, με τα λόγια μου 4. μτφ. κυνηγώ, επιδιώκω, ζητώ να βρω κάτι 5. επιζητώ, προσπαθώ να κάνω… … Dictionary of Greek
λαγονεύω — και λαονεύω 1. κυνηγώ λαγούς 2. μτφ. καταδιώκω, κυνηγώ 3. φρ. «μέ λαγονεύει ο τρισκατάρατος» λέγεται από αυτούς που αποδίδουν τις συνεχείς ατυχίες τους σε δαιμονική επήρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + κατάλ. εύω (για την ανάπτυξη τού ενδοφωνηεντικού ν … Dictionary of Greek
λαθροθηρώ — [λαθροθήρας] κυνηγώ λαθραία, σε απαγορευμένη περιοχή ή χωρίς άδεια ή σε εποχή που δεν επιτρέπεται το κυνήγι ή κυνηγώ θηράματα που το κυνήγι τους είναι απαγορευμένο … Dictionary of Greek