κυματίζομαι
1κυματιζόμενον — κυματίζομαι to be agitated by the waves pres part mp masc acc sg κυματίζομαι to be agitated by the waves pres part mp neut nom/voc/acc sg …
2κυματιζομένης — κυματίζομαι to be agitated by the waves pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …
3κυματιζόμεναι — κυματίζομαι to be agitated by the waves pres part mp fem nom/voc pl …
4κυματιζόμενος — κυματίζομαι to be agitated by the waves pres part mp masc nom sg …
5κυματίζεσθαι — κυματίζομαι to be agitated by the waves pres inf mp …
6κυματίζεται — κυματίζομαι to be agitated by the waves pres ind mp 3rd sg …
7ἐκυματίσθη — κυματίζομαι to be agitated by the waves aor ind mp 3rd sg …
8κυματίζω — (AM κυματίζω) [κύμα] προκαλώ κυματισμό, σηκώνω κύματα, κάνω κύματα νεοελλ. μτφ. κινώ κάτι ή κινούμαι κυματοειδώς («η σημαία κυματίζει») μσν. 1. χτυπώ, προσκρούω 2. (για τα μάτια) ανοιγοκλείνω γνέφοντας, παιχνιδίζω 3. φρ. «κυματίζω τὴν γλῶσσάν… …
9κυματίζω — κυμάτισα, κυματίστηκα, κυματισμένος 1. δίνω σε κάτι κυματοειδή κίνηση, προξενώ κυματισμό. 2. κυματίζομαι, παράγω κύματα ή έχω κίνηση κυματοειδή: Κυματίζει η κυανόλευκη …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
10ἐγκυματισθέντες — ἐν κυματίζομαι to be agitated by the waves aor part mp masc nom/voc pl …