κυματωγή
1κυματωγῇ — κῡματωγῇ , κυματωγή place where the waves break fem dat sg (attic epic ionic) …
2κυματωγή — κῡματωγή , κυματωγή place where the waves break fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3κυματωγή — η (Α κυμοτωγή) το σημείο τής ακτής όπου σπάζουν τα κύματα νεοελλ. το σπάσιμο τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κυματο αγή με συναίρεση < κῦμα, α τ ος + ἀγή «σπάσιμο» (< ἄγνυμι «σπάζω»)] …
4κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… …
5κυματωγαῖς — κῡματωγαῖς , κυματωγή place where the waves break fem dat pl …
6κυματωγῆς — κῡματωγῆς , κυματωγή place where the waves break fem gen sg (attic epic ionic) …
7κυματωγήν — κῡματωγήν , κυματωγή place where the waves break fem acc sg (attic epic ionic) …