-
1 волнообразный
κυματοειδής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > волнообразный
-
2 волнистый
επ., βρ: -ист, -а, -оκυματοειδής•-ая линия κυματοειδής γραμμή•
-ые волосы μαλλιά κυματιστά (οντουλέ), σπαστά, τσακιστά.
|| λοφώδης•-ая равнина λοφώδης πεδιάδα.
-
3 барсение
ав. η κυματοειδής αναπήδηση, ο δελφινισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > барсение
-
4 изгиб
1. (вид деформации) η κάμψ/η 2. (дороги) η στροφή (του δρόμου) 3. (листа) το γύρισμα, το τσάκισμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изгиб
-
5 изложница
η μήτρα, ο τύπος, το καλούπι--, заполняемая снизу - με πλήρωση απόκάτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изложница
-
6 линия
η γραμμ/ήавтоматическая маш. - αυτόματη -атмосферная (тепл.) ατμοσφαιρική -базисная мат. - βάσηςбесконечная мат. - άπειρη -- внутренней связи (тлф.) το κύκλωμα της εσωτερικής επικοινωνίαςвходная вчт. - εισαγωγής- движения (частиц электрона и т.п.) - κίνησηςдиаметральная - дока мор. διαμήκης - της δεξαμενήςизмерительная (элн.) - μέτρησηςискусственная эл. - τεχνητή -килевая мор. - της τρόπιδαςконтактная эл. - επαφήςконтрольная (геод.) - ελέγχουмеридианная ο μεσημβρινός, μεσημβρινή -несимметричная свз. - ασύμμετρη -- погружения предельная мор. - φόρτωσης, μέγιστηпунктирная - διακεκομμένη -, εστιγμένη -- ισχύος- σύνδεσηςтеоретическая - мор. θεωρητική -упругая - (сопр.) ελαστική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > линия
-
7 труба
1. тех. о σωλήν/αςο αγωγέαςводопроводная - ο υδροσω-λήνας, ο υδραγωγόςдейдвудная - мор. η χοάνη του ελικοφόρου άξοναжаровая - (парового котла) о φλογαυλός, ο φλο-γοσωλήνας- μέτρησηςкормовая - πρυμνιός/πρυμναίος -переговорная - επικοινωνίας, φων(ο)αγωγός -ребристая - πτερυγοφόρος -, ο αυλός με πτερύγιαсварная - συγκολλημένος -, συγκολλητός -2. муз. η σάλπιγγα 3. (дымовая) ο/η καπνοδόχος, το φουγάρο (ξεν.), η καμινάδα 4. анат. η σάλ-πιγξ, η σάλπιγγα 5. (подзорная) το ματοκυάλι, το κα(ν)νοκιάλι, η διόπτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > труба
-
8 волнистый
волнистыйприл κυματιστός, κυματοειδής, κυματώδης/ κατσαρός (о волосах). -
9 волнообразный
волнообразныйприл κυματοειδής, κυματώδης. -
10 волнообразный
[βαλνααμπράζνυϊ] επ. κυματοειδής -
11 волнообразный
[βαλνααμπράζνυϊ] επ κυματοειδής -
12 волнообразный
επ., βρ: -зен, -зна, -зно.1. κυματοειδής, κυματώδης.2. λοφώδης•-ая поверхность λοφώδης επιφάνεια.
-
13 свиль
-и θ.κυματοειδής σύνθεση του ξύλου. || κυματοειδή μέρη στο γυαλί ή κεραμικά. -
14 складчатый
επ.πτυχωτός, πλισέ•-ая юбка πτυχωτή φούστα.
|| (γεωλ.) κυματοειδής. -
15 тильда
-ы θ.κυματοειδής παύλα (περισπωμένη). -
16 черта
-ы θ.1. γραμμή•тонкая черта λεπτή λεπτή γραμμή•
подчеркнуть -ой υπογραμμίζω•
черта волнистая черта κυματοειδής γραμμή.
2. όριο, σύνορο, πραγματική ή νοητή γραμμή•черта подъма уровня воды η άνοδος τιης στάθμης του νερού•
черта в -е города στα όρια της πόλης•
за -ой города πέρα από τα όρια της πόλης•
зайти за -у περνώ την οροθετική γραμμή•
в -е расположения войск στη γραμμή της διάταξης των στρατευμάτων.
3. то χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα•-ы лица τα χαραπτηριστικάτου προσώπου•
крупные -ы лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•
отличительная черта χαρακτηριστικό (ίδιο, ιδιαίτερο, διακριτικό) γνώρισμα.
|| λεπτομέρεια.εκφρ.в общих (главных, основных) -ах – σε γενικές (κύριες, βασικές) γραμμές•до последней -ы – μέχρι τέλος (εσχάτων).
См. также в других словарях:
κυματοειδής — ές (Α κυματοειδής) αυτός που έχει σχήμα ή μορφή κύματος, αυτός που μοιάζει με κύμα αρχ. θυελλώδης, τρικυμιώδης. επίρρ... κυματοειδώς (Α κυματοειδῶς) με κυματοειδή τρόπο, σαν κύμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῦμα, α τ ος + ειδής] … Dictionary of Greek
κυματοειδής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που έχει μορφή κύματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυματοειδεῖς — κυματοειδής like waves masc/fem acc pl κυματοειδής like waves masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυματοειδῶς — κυματοειδής like waves adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστραπή — Ισχυρή ηλεκτρική εκκένωση ανάμεσα σε δύο νέφη ή στο εσωτερικό ενός νέφους, αλλά και γενικά το σύνολο των φωτεινών φαινομένων που προκαλούνται από ηλεκτρικές εκκενώσεις κατά τη διάρκεια καταιγίδας. Η α. εμφανίζεται συνήθως στα νέφη κατακόρυφης… … Dictionary of Greek
οντουλέ — ο, η, το (άκλ) κατσαρωμένος, κυματοειδής, σγουρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. ondule / e «κυματοειδής» (βλ. λ. οντουλάρω)] … Dictionary of Greek
πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… … Dictionary of Greek
-ειδής — ές (είδος*) β συνθετικό επιθέτων και απλή παραγωγική κατάληξη, που δηλώνει ότι το ουσιαστικό το οποίο προσδιορίζεται από το επίθετο έχει τη μορφή που δηλώνει το α συνθετικό. Εμφανίζεται σε μεγάλο αριθμό σύνθετων λέξεων στη Νέα Ελληνική, έναντι… … Dictionary of Greek
δαντελωτός — ή, ό 1. όποιος είναι στολισμένος με δαντέλες ή όποιος μοιάζει με δαντέλα («δαντελωτό φόρεμα») 2. όποιος έχει περίγραμμα ίδιο με την οδοντωτή πλευρά τής δαντέλας, κυματοειδής («δαντελωτά ακρογιάλια») … Dictionary of Greek
διακύμανση — η 1. κυματοειδής κίνηση, μεταβλητότητα 2. αυξομείωση 3. διαμόρφωση 4. μεταβολή ενός φυσικού μεγέθους γύρω από τη μέση τιμή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < διακυμαίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Ιω. Καμπούρογλου] … Dictionary of Greek
κλαδαρός — κλαδαρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που σπάει εύκολα, εύθραυστος («τὰ δὲ δόρατα... λεπτά καὶ κλαδαρά ποιοῡντες», Πολ.) 2. μτφ. ηδυπαθής, ερωτόληπτος («κλαδαρὰς ὄψεις», Κλήμ.) 3. κυματοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλα δ αρός. Η ρίζα θα πρέπει να είναι τού ρ.… … Dictionary of Greek