κυκλεύω
31κυκλευτής — κυκλευτής, ὁ (AM) [κυκλεύω] περιπλανώμενος μοναχός αρχ. αυτός που επέβλεπε την κανονική λειτουργία τού νερόμυλου …
32κύκλευμα — κύκλευμα, τὸ (Μ) [κυκλεύω] 1. τροχός τού νερόμυλου 2. κυκλοτερής διαδρομή 3. περιπλανητική διαδρομή …
33κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… …
34περικυκλεύω — Α στρέφομαι γύρω από κάτι ή περιβάλλω κάτι από όλες τις πλευρές, περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κυκλεύω «περιστρέφω κυκλικά»] …
35κυκλεῦσαι — κυκλέω wheel along pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) κυκλεύω wind round aor inf act κυκλόω encircle pres part act fem nom/voc pl (epic ionic) …
36κυκλεῦσαν — κυκλέω wheel along pres part act fem acc sg (epic doric ionic) κυκλεύω wind round aor part act neut nom/voc/acc sg κυκλόω encircle pres part act fem acc sg (epic ionic) …
37κυκλεύσας — κυκλεύσᾱς , κυκλέω wheel along pres part act fem acc pl (epic doric ionic) κυκλεύσᾱς , κυκλέω wheel along pres part act fem gen sg (doric) κυκλεύσᾱς , κυκλεύω wind round aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) κυκλεύσᾱς , κυκλόω… …
38περιεκύκλευεν — περϊεκύκλευεν , περί κυκλεύω wind round imperf ind act 3rd sg …
39περιεκύκλευσας — περϊεκύκλευσας , περί κυκλεύω wind round aor ind act 2nd sg …
40ἐγκυκλεύουσαν — ἐν κυκλεύω wind round pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) …