κυβίστησις
1κυβίστησις — somersault fem nom sg …
2κυβιστήσει — κυβίστησις somersault fem nom/voc/acc dual (attic epic) κυβιστήσεϊ , κυβίστησις somersault fem dat sg (epic) κυβίστησις somersault fem dat sg (attic ionic) κυβιστάω tumble head foremost aor subj act 3rd sg (attic epic ionic) κυβιστάω tumble head… …
3κυβιστήσεις — κυβίστησις somersault fem nom/voc pl (attic epic) κυβίστησις somersault fem nom/acc pl (attic) κυβιστάω tumble head foremost aor subj act 2nd sg (attic epic ionic) κυβιστάω tumble head foremost fut ind act 2nd sg (attic ionic) …
4κυβίστηση — η (Α κυβίστησις) [κυβιστώ] ακροβατικός ελιγμός με το κεφάλι προς τα κάτω (ὀρχήσεις παίδων καὶ κυβιστήσεις», Πλούτ.) νεοελλ. αστρον. 1. τυχαία περιστροφή πυραύλου, δορυφόρου ή διαστημοπλοίου γύρω από έναν άξονα 2. (αθλ.) γυμναστικό άλμα που… …
5κυβιστήσεως — κυβιστήσεω̆ς , κυβίστησις somersault fem gen sg (attic) …
6κυβιστήσῃ — κυβιστήσηι , κυβίστησις somersault fem dat sg (epic) κυβιστάω tumble head foremost aor subj mid 2nd sg (attic ionic) κυβιστάω tumble head foremost aor subj act 3rd sg (attic ionic) κυβιστάω tumble head foremost fut ind mid 2nd sg (attic ionic) …