κυβιστητήρ
1κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… …
2κυβιστητήρ — tumbler masc nom sg …
3κυβιστητῆρα — κυβιστητήρ tumbler masc acc sg …
4κυβιστητῆρας — κυβιστητήρ tumbler masc acc pl …
5κυβιστητῆρε — κυβιστητήρ tumbler masc nom/voc/acc dual …
6κυβιστητῆρες — κυβιστητήρ tumbler masc nom/voc pl …
7κυβιστητῆρι — κυβιστητήρ tumbler masc dat sg …
8κυβιστητῆρος — κυβιστητήρ tumbler masc gen sg …
9κυβιστητήρων — κυβιστητήρ tumbler masc gen pl …
10κυβιστής — κυβιστής, ὁ (AM) μσν. πιθ. κυβευτής αρχ. θαυματοποιός, ταχυδακτυλουργός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυβιστητήρ, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία), πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς] …