κυβευτικά
1κυβευτικά — κυβευτικός of neut nom/voc/acc pl κυβευτικά̱ , κυβευτικός of fem nom/voc/acc dual κυβευτικά̱ , κυβευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …
2PHIMUS — Graece φιμὸς, inter organa κυβευτικὰ recensetur Etymol. Mag. φιμοὶ κυβευτικὰ ὄργανα. Φιμοςτ´ ἐςτιν ὁ καλούμενος κημὸς ἐις ὅν ενεβάλλοντο ἀςτράγαλοι. Φιμῶν etiam meminit Aeschines inter aleatoria instrumenta. Diphilus apud Harpocrationem. ἕλκες… …
3κυβευτικός — κυβευτικός, ή, όν (Α) [κυβεύω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβεία ή αυτός που έχει κλίση σε αυτήν («κυβευτικὰ ἐργαλεία», Πολυδ.) 2. έμπειρος στο παίξιμο ζαριών 3. απατηλός, παραπλανητικός. επίρρ... κυβευτικῶς (Α) απατηλά, παραπλανητικά …