κυβερνητικός
1κυβερνητικός — good at steering masc nom sg …
2κυβερνητικός — ή, ό (AM κυβερνητικός, ή, όν) [κυβερνώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση, στη διοίκηση ανθρώπων ή πολιτείας 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διακυβέρνηση πλοίου («ναυτικὸν μὲν καλοῡντας και κυβερνητικὸν και ἐπιστάμενον τὰ κατὰ… …
3κυβερνητικός, -ή — ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κυβέρνηση: Αυτή είναι η κυβερνητική πολιτική …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4κυβερνητικά — κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc pl κυβερνητικά̱ , κυβερνητικός good at steering fem nom/voc/acc dual κυβερνητικά̱ , κυβερνητικός good at steering fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5κυβερνητικῶν — κυβερνητικός good at steering fem gen pl κυβερνητικός good at steering masc/neut gen pl …
6κυβερνητικόν — κυβερνητικός good at steering masc acc sg κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc sg …
7κυβερνητικώτατον — κυβερνητικός good at steering masc acc superl sg κυβερνητικός good at steering neut nom/voc/acc superl sg …
8κυβερνητικαί — κυβερνητικός good at steering fem nom/voc pl …
9κυβερνητικοί — κυβερνητικός good at steering masc nom/voc pl …
10κυβερνητικοῦ — κυβερνητικός good at steering masc/neut gen sg …